- ἐμισοπονήρει
- μισοπονηρέωhate the wickedimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μισοπονηρώ — μισοπονηρῶ έω (Α) [μισοπόνηρος] 1. μισώ τους πονηρούς ή την πονηρία («ὁ μὲν οὖν δῆμος..., ἐμισοπονήρει, καὶ τοὺς πράξαντας ἐξήτει», Διόδ.) 2. μισώ εξαιτίας πονηρίας και κακίας … Dictionary of Greek